ῥύβδην

ῥύβδην
ῥύβδην, Adv.
A = δαψιλῶς, ῥύβδην θυννίδα (θύνναν codd.) . .

δαινύμενος Hippon.35

(ῥύδην codd., em. Bgk.; ῥοίβδην· δαψιλῶς, Phot. post ῥυάχετον) ; κηφῆνες προσφέρονται ῥύβδην (v.l. ῥύδην)

ἄνω πρὸς τὸν οὐρανόν Arist.HA624a24

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ῥύβδην — indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρύβδην — και ῥοίβδην και ῥύδην Α επίρρ. άφθονα, πλουσιοπάροχα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ῥυβδῶ] …   Dictionary of Greek

  • Χάρυβδη — η / Χάρυβδις, ύβδεως, ΝΜΑ, και ιων. τ. γεν. ύβδιος Α μυθ. μυθικό θαλάσσιο τέρας, με μορφή γυναίκας, προσωποποίηση τής θαλάσσιας δίνης, που μαζί με τη Σκύλλα καταπόντιζε τα πλοία και κατάπινε τους ναύτες, όταν περνούσαν τον Σικελικό Πορθμό νεοελλ …   Dictionary of Greek

  • ροίβδην — Α βλ. ῥύβδην …   Dictionary of Greek

  • ρυβδώ — έω, Α καταβροχθίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. αποτελεί εκφραστικό τ. τού ῥυφῶ (βλ. λ. ρουφώ) και έχει σχηματιστεί κατ επίδραση τής λ. ῥοῖβδος* «ορμητική κίνηση». Το ρ. εμφανίζει και το επίρρ. ῥύβδην, το οποίο παραδίδεται και με τις γρφ. ῥοίβδην και ῥύδην.… …   Dictionary of Greek

  • ρύδην — (I) Α επίρρ. με ορμητική ροή, με ζωηρή κίνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα ῥυξ τού ῥέω + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. μίγ δην)]. (II) Α επίρρ. βλ. ῥύβδην …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”